- φθαρσία
- φθαρ-σία, ἡ,A destruction, Thalesap. Fulg.Myth.2.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθαρσία — ἡ, Α καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος κατ αποκοπή από τον σύνθ. τ. ἀ φθαρσία (< ἄφθαρτος)] … Dictionary of Greek